- παμμέγεθες
- παμμεγέθηςmasc/fem voc sgπαμμεγέθηςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίκορμος — η, ο (Α δίκορμος, ον) (για δένδρα) με διπλό κορμό («δένδρον παμμέγεθες δίκορμον») … Dictionary of Greek
παμμεγέθης — παμμεγέθης, μέγεθος (ΑΜ) 1. πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης 2. (το ουδ. ως επίρρ.) παμμέγεθες πάρα πολύ δυνατά, ισχυρότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μεγέθης (< μέγεθος)] … Dictionary of Greek